καθώς,
επίρρ. [αρχ.
καθώς]. 1. όπως: «τον συνάντησα, καθώς έβγαινε απ’ το γραφείο του ||
καθώς ακούω, αρραβώνιασες την κόρη σου, είν’ αλήθεια;». 2. ενώ, όσο,
ενόσω, την ώρα που: «καθώς ερχόμουν, έκανα διάφορες σκέψεις || καθώς σε
περίμενα, ξεφύλλιζα ένα περιοδικό || καθώς ντυνόταν η γυναίκα μου, εγώ έβλεπα
τηλεόραση». 3. μόλις: «καθώς τον είδα να ’ρχεται φορτωμένος, έτρεξα να
τον ξελαφρώσω». 4. επειδή: «καθώς είναι όμορφος, όλες οι γυναίκες
τρελαίνονται γι’ αυτόν || καθώς είναι όμορφη και πλούσια, είναι η πιο πολύφερνη
νύφη της γειτονιάς μας»·
- καθώς
και, λέγεται για κάτι που ακολουθεί επιπρόσθετα, όπως επίσης: «εγώ
προσωπικά καθώς και η οικογένειά μου σας είμαστε υποχρεωμένοι για τη βοήθεια που
μας προσφέρατε»· βλ. και φρ. σαν και, λ. σαν·
- καθώς
πρέπει, βλ. λ. καθωσπρέπει·
- καθώς
φαίνεται, είναι πολύ πιθανό, πιθανότατα: «ρωτούσε συνέχεια ποιοι θα ’ναι
στο πάρτι, γιατί, καθώς φαίνεται, σκοπεύει να ’ρθει κι αυτός».